Αντίο στην Αντωνία Οικονομάκου...

Ο Γιώργος Αμβροσίου αποχαιρετά την αγαπημένη του καθηγήτρια που πλέον αναπαύεται στην γενέθλια γη του Νικηφόρου Βρετάκου, τις Κροκεές Λακωνίας.

Αιφνιδίως έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών η Αντωνία Οικονομάκου – Γκουσιάρη, επί σειρά ετών καθηγήτρια φιλολογίας και διευθύντρια του Γυμνασίου και Λυκείου Σοφάδων. Η κηδεία της έγινε στις Κροκεές Λακωνίας την Παρασκευή 26 Μαϊου 2017 και ώρα 4:30 μ.μ. Η εκλιπούσα κατάγονταν από τις Κροκεές και μετά την συνταξιοδότησή τους, ζούσαν εκεί με τον σύζυγό τους – επίσης καθηγητή – Γιώργο Γκουσιάρη.

Η Αντωνία υπήρξε μια εμβληματική μορφή για την παιδεία και τον πολιτισμό των Σοφάδων. Η συνύπαρξή της στη ζωή με τον επίσης καθηγητή Γιώργο Γκουσιάρη, συνέθεσαν ένα εκπληκτικό δίδυμο που άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στην πόλη των Σοφάδων. Δεν ήταν μόνο η προσφορά τους στην εκπαίδευση, αλλά και προσφορά τους στον πολιτισμό που για 30 χρόνια σφραγίστηκε από τον Μορφωτικό Σύλλογο Σοφάδων που υπήρξαν ενεργά μέλη τους.

Εκείνη την περίοδο, μια ομάδα ανθρώπων έκανε στους Σοφάδες θαύματα. Διοργάνωνε εκδηλώσεις που δεν είχε ούτε η πρωτεύουσα Καρδίτσα. Οι Σοφαδίτες είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν εντυπωσιακές συναυλίες ακόμη και του Μίκη Θεοδωράκη, παραστάσεις του Θεσσαλικού Θεάτρου κ.λ.π. Σε όλα αυτά η συμβολή της Αντωνίας και του Γιώργου ήταν σημαντική.

Είχα την τιμή να έχω καθηγήτρια φιλολογίας την Αντωνία όταν φοίτησα στο Γυμνάσιο Σοφάδων. Ήταν η αγαπημένη μου καθηγήτρια. Ο άνθρωπος που με ώθησε να αγαπήσω τα γράμματα και να οδηγηθώ στην δημοσιογραφία. Μας έλεγε η Αντωνία. “Να διαβάζεται εφημερίδες. Η εφημερίδα θα σας πλουτίσει το λεξιλόγιο και θα σας δώσει γνώσεις πέρα από την εκπαίδευση”. Την επόμενη Δευτέρα μας ρώταγε. “Διάβασε κανείς εφημερίδα το Σαββατοκύριακο”; Έτσι, οδηγήθηκα στο περίπτερο και άρχισα να αγοράζω τις πρώτες μου εφημερίδες. Τις ξεκοκάλιζα στην κυριολεξία. Στη συνέχεια αυτό που οδήγησε να γίνω άμισθος ανταποκριτής στην Αθλητική Ηχώ και το ΕΘΝΟΣ που υπήρξαν το πρόκριμα για την μελλοντική μου σταδιοδρομία.

Μας έλεγε η Αντωνία. “Να διαβάζεται λογοτεχνικά βιβλία”. Πήγαινε στην Δημοτική βιβλιοθήκη και έφτιαχνε λίστα με βιβλία που υπήρχαν εκεί και μας πρότεινε τι να διαβάσουμε. Την άκουσα και δεν έχασα. Διάβασα έτσι όλους τους Έλληνες συγγραφείς. Κόντογλου, Βενέζης, Μυριβήλης, Καζαντζάκης, Πηνελόπη Δέλτα, Λουντέμη κ.λ.π. Την μόρφωσή μου την χρωστώ στην Αντωνία που μου έδωσε το έναυσμα να αγαπήσω την λογοτεχνία που τόσο με βοήθησε, ειδικά στην δημοσιογραφία.

Η Αντωνία ήταν όμως πάνω απ' όλα ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Ως καθηγήτρια ποτέ δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των μαθητών. Αντιθέτως, έδινε περισσότερο σημασία στους αδύνατους μαθητές, αλλά και σε παιδιά φτωχών οικογενειών. Το έζησαν αυτό στο πετσί μου και δεν το ξεχνώ ποτέ.

Η Αντωνία Οικονομάκου – Γκουσιάρη, πέρασε πλέον στην ιστορία. Έφυγε σε ηλικία 69 ετών στον τόπο που γεννήθηκε και αγάπησε. Θυμάμαι ότι πάντα μας έλεγε με καμάρι ότι κατάγεται από τις Κροκεές Λακωνίας, την πατρίδα του ποιητή Νικηφόρου Βρετάκου.

Θα κλείσω αυτόν τον αποχαιρετισμό με το ποίημα του Νικηφόρου Βρετάκου “Τα δεκατέσσερα παιδιά” που ήταν από τα αγαπημένα της. Ποίημα που εμπνεύστηκε ο ποιητής όταν βρέθηκε με την σύζυγό του, Καλλιόπη Αποστολίδη, στο Καλέντζι Ιωαννίνων όταν αυτή υπηρετούσε εκεί ως καθηγήτρια.

«Δεκατέσσερα παιδιά»

«...Εν αρχή ην η αγάπη...» μελωδούσε γιομίζοντας

το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα

καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,

σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν

πάνω στο στήθος σου. Κ' έβλεπες

πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.

Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα

και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν

σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»

Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,

τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα νάθελες να τους κόψεις

την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν

απαλά μες στον ύπνο σου: «…Ό,τι θέλει κανείς

μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,

ροδώνες και κλήματα…» Αλλά εσύ προτιμούσες

μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,

πουκάμισα κλειστά στο λαιμό—

γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!

Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,

έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια

κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη

με δεκατέσσερις φορεσιές,

με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.

Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.

Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ' αδιάβροχό σου

κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.

Βάδιζες κ' είχες σκυμμένο το πρόσωπο

σα νάταν κάποιος απάνω σου και να σ' έκρινε

για τ' άδεια σου χέρια. Σα νάφταιγες μάλιστα,

σ' όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντίκρυζες

μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.

Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή

κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου

άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες

όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

Ώρα 8 και 20΄ ακριβώς.

Το μάθημα αρχίζει κανονικά.

Εσύ πάνω απ' την έδρα κι απ' αντίκρυ σου ο Χριστός,

απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,

δίνετε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους

να τους κάμετε μια στέγη από ζεστασιά

γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα

κ' η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους

όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.

Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι

κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.

Ώρα 10 και 20΄. Το μάθημα συνεχίζεται.

Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.

Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.

Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.

Τα λόγια σου βγαίνουν αργά σα μια βρύση που στέρεψε:

«Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος...».

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου

—τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά—

τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,

κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι

σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,

κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,

κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,

γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,

δε μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.

Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,

κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας

και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.

Τα σύννεφα έχουν μπει μες στην τάξη.

Αντίκρυ σου κι ο Χριστός παραδέρνει σ' αμηχανία.

Θαρρείς και σηκώνει στ' αλήθεια τα χέρια του

ενωμένα στο φως που πέφτει από πάνω του.

Νιώθει στενόχωρα όπως τα μεσάνυχτα στη Γεσθημανή

και δεν είμαι εκεί να σου χτυπήσω τον ώμο

και δεν είμαι εκεί να σου ειπώ: Δώσ' του θάρρος,

βοήθησέ τον να βγει απ' τη δύσκολη θέση,

κατέβαινε, διάσχισε την αίθουσα γρήγορα,

μην τον αφήνεις εκτεθειμένο στα βλέμματα των παιδιών,

δώσ' του ένα βιβλίο να κάνει πως συλλαβίζει,

δώσ' του ένα βιβλίο να κρύψει τα μάτια του.

Καλό ταξίδι αγαπημένη μας Αντωνία.