Παρέμβαση Σπύρου Ταλιαδούρου

  • Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
  • Δημοσιεύθηκε : Πέμπτη, 22 Ιουνίου 2017 23:19

ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΝ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΠΥΡΟΥ ΤΑΛΙΑΔΟΥΡΟΥ...

Θολό παραμένει το οικονομικό και πολιτικό τοπίο μετά το Eurogroup της Πέμπτης 15/6/2017. Και τούτο γιατί η συμφωνία που επιτεύχθηκε έχει μεν θετικά στοιχεία, όπως η καταβολή των 8,5 δις ευρώ που θα στηρίξουν μεν μερικώς την ελληνική οικονομία, αλλά δυστυχώς η χώρα, από τον Φεβρουάριο του 2016, που θα έπρεπε να είχε κλείσει η συμφωνία μέχρι σήμερα, λόγω των κυβερνητικών καθυστερήσεων και παλινωδιών διήνυσε χρόνο αβεβαιότητας με τεράστιο κόστος για την οικονομία που μεταφράστηκε σε επιπλέον μέτρα.

Η συμφωνία όμως υπολείπεται σημαντικά των στόχων, που η ίδια η Κυβέρνηση είχε θέσει. Κυρίως όμως μεταθέτει τη λήψη αποφάσεων για το χρέος τον Αύγουστο του 2018, οπότε και θα λήγει το ελληνικό πρόγραμμα. Ουσιαστικά, οι σημαντικές αποφάσεις θα ληφθούν το καλοκαίρι του 2018.

Κυρίαρχο στοιχείο θα αποτελέσει η λήψη και η εφαρμογή από την Ελλάδα μέτρων και η τήρηση των συμφωνηθέντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε αναμονή της εξελικτικής πορείας της ελληνικής οικονομίας δεν προχωράει στην εφαρμογή του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης.

Η Κυβέρνηση δυστυχώς έχει χάσει την αξιοπιστία της. Δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Υποσχέθηκε πολλά και δεν πραγματοποίησε τίποτα. Ο Πρωθυπουργός ουσιαστικά σπατάλησε δυνάμεις σε διεκδικήσεις που γίνονται σε λάθος χρόνο. Ασχολήθηκε μόνο με το χρέος και άφησε την πραγματική οικονομία στο έλεος της ύφεσης και την υπερφορολόγηση, ανεβάζοντας έτσι τον λογαριασμό των μέτρων, πράγμα που οδήγησε χιλιάδες επιχειρήσεις και επαγγελματίες σε αδιέξοδο. Φόρτωσε τους Έλληνες με άλλα 5,1 δις ευρώ μέτρα, που αφορούν περικοπές συντάξεων, μειώσεις αφορολόγητου ορίου, κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων, εξοντωτικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες ανεβάζοντας έτσι τον συνολικό λογαριασμό στα 14,5 δις ευρώ.

Συνεπώς, το μόνο που ουσιαστικά έλαβε με τη Συμφωνία του Eurogroup ήταν ασαφείς υποσχέσεις για το αύριο. Και τούτο γιατί η συμφωνία έχει πολλές «γκρίζες ζώνες» και ασαφή σημεία όπως:

Πρώτον, προβλέπει πρωτοφανώς μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 έως και το 2022 και 2% ή πάνω μέχρι το 2060, τα οποία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα λειτουργήσουν αρνητικά για την ανάπτυξη.

Δεύτερον, επιβάλλει μέτρα στον βαθμό που είναι απαραίτητο και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018.

Τρίτον, δεν έχει απολύτως καμία αναφορά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα βοηθούσε στην ταχύτερη πρόσβαση στις αγορές.

Τέταρτον, δεν προβλέπει κανέναν συγκεκριμένο τρόπο σύνδεσης χρέους ανάπτυξης, καθώς η επεξεργασία του μηχανισμού αυτού παραπέμπεται στο μέλλον.

Συνεπώς, οι θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία των αποφάσεων του Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα είναι μηδαμινές έως ελάχιστες.

Κρίσιμο στοιχείο για να προχωρήσει θετικά η οικονομία της χώρας είναι η Κυβέρνηση να αποφασίσει να στηρίξει την ανάπτυξη. Αυτό όμως δεν γίνεται όταν η Κυβέρνηση συστηματικά πολεμάει την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεσμεύει τη χώρα σε μια αέναη λιτότητα και δεν προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις.

Χρειάζονται πράξεις συγκεκριμένες και σαφείς για να μπει χρήμα επενδυτικό στη χώρα. Χρειάζεται άνοιγμα των αγορών, περικοπή των κρατικών δαπανών, ουσιαστική μείωση της φορολογίας, ώστε να ανασάνει η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης. Φτάνουν πια τα λόγια. Μόνο έτσι θα έρθει ανάπτυξη ώστε και οι στόχοι να επιτευχθούν και οι φόροι να μειωθούν. Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε βιώσιμο επενδυτικό σχέδιο για χρηματοδότηση, ώστε να υπάρξουν αναπτυξιακά έργα που θα χρηματοδοτηθούν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να προωθήσει την Αναπτυξιακή Τράπεζα. Δεν μπορεί να δεσμεύει τη χώρα σε διαρκή και αυστηρή λιτότητα. Έτσι, δεν έρχεται η οικονομική ανάπτυξη.

Η χώρα για να μπορέσει να διεκδικήσει καλύτερα μέτρα χρειάζεται μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που θα στηρίζει τις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις μειώσεις της γραφειοκρατίας που σχετίζεται με τις επιχειρήσεις, τη μείωση του φορολογικού βάρους και τη στήριξη των επιχειρηματικών επενδύσεων. Χρειάζεται συνεπώς μια νέα μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση, που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, των πολιτών και βεβαίως των Ευρωπαίων. Μόνο έτσι θα πάει η χώρα μπροστά.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι χωρίς ουσιαστικά και τολμηρά μέτρα για ανάπτυξη δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι.