Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

  • Κατηγορία: ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
  • Δημοσιεύθηκε : Δευτέρα, 24 Απριλίου 2017 22:32

Το «Δίκτυο Φορέων και Πολιτών για την Προστασία των Αγράφων» σχετικά με δημοσιεύματα για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Έναντι στην ιδιαίτερα έντονη ευαισθητοποίηση και στον διαρκώς αυξανόμενο προβληματισμό πολιτών και φορέων αναφορικά με το ζήτημα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), που προωθούνται και στην περιοχή μας, παρατηρήσαμε τον τελευταίο καιρό και σποραδικά δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο, που, με τη χρήση συγκεκριμένων και μετρήσιμων παραδειγμάτων, προσπάθησαν να πείσουν για την χρησιμότητα ή ακόμα και την «πολύτιμη» αξία των ΑΠΕ.

Δημοσιεύματα που, διαβάζοντάς τα, μας δημιουργήθηκαν αρκετά ερωτηματικά. Όπως, για παράδειγμα, αν μπορούμε ελαφρά τη καρδία να βαφτίζουμε «καθαρή» και «ήπια» την αιολική, την ηλιακή ή την υδροηλεκτρική ενέργεια, όταν είναι γνωστό πως για την κατασκευή του αντίστοιχου εξοπλισμού παραγωγής της (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, κ.λ.π) απαιτούνται υλικά και μέθοδοι με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον (μεγάλης έκτασης εκσκαφές σε δάση ή σε αλπικά τοπία, παρεμβάσεις σε κοίτες ποταμών χωρίς καμία οριοθέτησή τους, κ.λ.π.) ή όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας ήδη από το 2007 δε θεωρεί καν την υδροηλεκτρική ενέργεια ως «πράσινη ενέργεια», εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεών της στα ποτάμια αλλά και στα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα.

Είναι ο κίνδυνος που το περιβάλλον αντιμετωπίζει σήμερα από τους υδρογονάνθρακες, (άραγε από τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα δεν κινδυνεύει;), μεγαλύτερος απ’ αυτόν που, αντίστοιχα, του δημιουργούν οι, αποδεδειγμένα σε πολλές περιπτώσεις, ανεξέλεγκτες και στο όνομα της «φιλικής» προς το περιβάλλον «πράσινης ενέργειας» επεμβάσεις (π.χ. για αιολικά και μικρά υδροηλεκτρικά), με μη επανορθώσιμες συνέπειες και καταστροφές τόσο για τα βουνά όσο και για τα ποτάμια της πατρίδας μας;

Μας επιτρέπεται να παραμένουμε αδιάφοροι και να αντιμετωπίζουμε επίσης ελαφρά τη καρδία την ολοφάνερη παραχώρηση του φυσικού πλούτου της πατρίδας μας, που συνοδεύει την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών στα βουνά μας, ή τον κίνδυνο της ιδιωτικοποίησης του φυσικού και δημόσιου αγαθού του νερού, που συνοδεύει την εγκατάσταση και λειτουργία των μικρών υδροηλεκτρικών, με τις «άδειες χρήσης νερού» που χορηγούνται υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων; Μήπως πρέπει να αναλογιστούμε περισσότερο τις συνέπειες όλων αυτών για τον ελάχιστο εναπομείναντα, σήμερα, πρωτογενή παραγωγικό τομέα, την προοπτική ανάληψης ουσιαστικών πρωτοβουλιών πραγματικής ανάπτυξης της πατρίδας μας αλλά και την τύχη των επόμενων γενεών;

Ερωτήματα, ωστόσο, που θεωρούμε πως δε βρίσκουν καμία απολύτως απάντηση στα προαναφερόμενα δημοσιεύματα. Και δε θα μπορούσαν, άλλωστε, να απαντηθούν μέσα απ’ αυτά αφού, κατά την ταπεινή μας άποψη αυτά στερούνται παντελώς επιχειρημάτων και αρκούνται, απλά, στην επανάληψη γενικών και αόριστων θέσεων και απόψεων υπέρ των ΑΠΕ, ως «ήπιων», «καθαρών» και «φιλικών» προς το περιβάλλον λύσεων, περί συμβολής τους στην επίλυση των οικολογικών προβλημάτων του πλανήτη ή στην οικονομία της χώρας, κ.λ.π..

Θέσεις και απόψεις που αποτελούν και τη βάση στην οποία στηρίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και η θεωρία της «πράσινης ενέργειας» και η στο όνομα αυτής προώθηση ανά την Ελλάδα και τον κόσμο γενικότερα πολλών μορφών ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων αιολικών πάρκων αλλά και μικρών υδροηλεκτρικών (ΜΥΗΕ), στην πλάτη και εν αγνοία, κυρίως, των τοπικών κοινωνιών, η αποτελεσματικότητα, ωστόσο, των οποίων σήμερα αμφισβητείται έντονα τόσο από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες όσο και από την επιστημονική κοινότητα.

Και όσο για τη σχεδόν ανύπαρκτη συμβολή των αιολικών πάρκων στη μείωση των εκπεμπόμενων στην ατμόσφαιρα ρύπων (μόλις 2 τοις χιλίοις) ή την ανύπαρκτη, επίσης, συμβολή τους στην καταπολέμηση της ανεργίας (μιλάμε, βέβαια, για τη χώρα μας και όχι για τις χώρες που παράγουν και εξάγουν τον αντίστοιχο εξοπλισμό, όπως π.χ. η Γερμανία, με τις 134.000 θέσεις εργασίας στο συγκεκριμένο τομέα), δεν είναι απλά ένας δικός μας ισχυρισμός. Πρόκειται και για διαπιστώσεις της αρμόδιας Υπηρεσίας της Περιφέρειας Θεσσαλίας, όπως αυτές εκφράστηκαν, μεταξύ και πολλών άλλων, με σχετική της για το θέμα αρνητική Γνωμάτευση.

Και σχετικά με τον ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό διείσδυσης των ΑΠΕ σε χώρες της Ευρώπης, ας έχουμε υπόψη μας πως από χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Δανία, κ.λ.π., που προβάλλονται ως πρότυπα αξιοποίησης ΑΠΕ, ουδόλως έχουν εκλείψει οι συμβατικές μορφές παραγωγής ενέργειας, όπως η πυρηνική, το κάρβουνο, το μαζούτ, κ.λ.π., ενώ και η ίδια η Γερμανία, χώρα παραγωγής και εξαγωγής ανεμογεννητριών και με πάρα πολλά αιολικά εγκατεστημένα στο έδαφός της, χρησιμοποιεί σήμερα για τις ανάγκες της τρεις σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες. Και με τούτο ως δεδομένο είναι αδύνατο, κατά τη γνώμη μας, να μη φαντάζει ως οικονομικό (και όχι μόνο) έγκλημα η εγκατάλειψη και μη αξιοποίηση των τεράστιων κοιτασμάτων λιγνίτη της χώρας μας, του δικού μας «μαύρου χρυσού», ειδικά μπροστά στη δυνατότητα εκσυγχρονισμού της χρήσης του. Αξιοποίηση που θα μπορούσε να εξασφαλίσει χιλιάδες θέσεις εργασίας στη δική μας χώρα, να εγγυηθεί σημαντικότατη μείωση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και να συμβάλει, ως εκ τούτου, στην πραγματική ανάπτυξη και στην εθνική οικονομία.

Παρ’ όλα τα παραπάνω, ωστόσο, εμείς δε θέλουμε να διαφωνήσουμε με κανέναν αναφορικά με την «πολύτιμη» αξία των ΑΠΕ. Προβληματιζόμαστε, όμως, σχετικά επειδή διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο πως αυτές δε μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές μας ανάγκες χωρίς εξάρτηση από τις «παραδοσιακές», τις συμβατικές και «βλαπτικές» - κατ’ ορισμένους - για το περιβάλλον μορφές παραγωγής ενέργειας (λιγνίτης, κ.λ.π.) και πως σε καμία περίπτωση οι ΑΠΕ δε μπόρεσαν μέχρι σήμερα να ανταποκριθούν στο συγκεκριμένο ρόλο. Ήδη από το 2014 ο ΑΔΜΗΕ, στην περίφημη Μελέτη Επάρκειας Ισχύος 2013-2020, βεβαιώνει ξεκάθαρα πως η αξιοπιστία των αιολικών είναι μόλις 10%. Η διεθνής εμπειρία λέει πως η πραγματική τους αξιοπιστία είναι γύρω στο 2%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, αν βασιζόμασταν μόνο σε αιολικά, με σιγουριά 98% ΔΕΝ θα είχαμε ρεύμα! Και αυτό δεν το λέμε εμείς αλλά ο ίδιος ο αρμόδιος για την ηλεκτροδότηση φορέας. Για την περίπτωση αυτή, λοιπόν, τι κάνουμε; Και η λύση βρίσκεται, φυσικά, στα «εφεδρικά» εργοστάσια, που, προκειμένου για τη χώρα μας, λειτουργούν με λιγνίτη, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Πρέπει, δηλαδή, να ξοδευτούμε δυο φορές!!!

Επιπλέον, ως καταναλωτές της (όποιας) παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας δε βρίσκουμε λογικό να επιδοτούμε εμείς οι ίδιοι την κατασκευή, εγκατάσταση, συντήρηση και λειτουργία τους, όπως σήμερα συμβαίνει, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας όσα προαναφέρθηκαν για την πραγματική τους απόδοση. Δυστυχώς, δεν είναι ακόμα ευρέως γνωστό πως κάθε χρόνο πληρώνουμε μέσα απ’ τους λογαριασμούς του ηλεκτρισμού (π.χ. ΕΤΜΕΑΡ) ένα ολόκληρο δισεκατομμύριο ευρώ (!!!!!) στους δήθεν επενδυτές των ΑΠΕ. Μ’ αυτό το δισεκατομμύριο - ζεστό χρήμα που σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο φεύγει από τους πολλούς και καταλήγει σε λίγους, θα μπορούσαμε να είχαμε κάθε χρόνο και από μια νέα λιγνιτική μονάδα, σύγχρονης τεχνολογίας, που να μην έχει απολύτως καμιά σχέση με τις παλιές της δεκαετίας του 1970 και ’80. Έτσι και η χώρα θα εκπλήρωνε έναντι της Ε.Ε. τις υποχρεώσεις της για την «κλιματική αλλαγή» (το περιβόητο, βέβαια, 20-20-20 έχει ήδη από καιρό καλυφθεί) και - πολύ φθηνότερο - ηλεκτρισμό θα ξέραμε πως έχουμε και την οικονομία μας θα ωφελούσαμε πραγματικά, με ταυτόχρονη ενίσχυση και των οικονομικών των ελληνικών νοικοκυριών.

Και, τέλος, θεωρούμε πως επιβάλλεται η πλήρης αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου των ΑΠΕ, ώστε να εκλείψει η ανεπάρκεια που σήμερα το χαρακτηρίζει και την οποία επισήμανε πρωτίστως ο ίδιος ο πρώην αναπληρωτής ΥΠΑΠΕΝ κος Τσιρώνης, όταν ενάμισι περίπου χρόνο πριν δήλωνε από την πόλη της Καρδίτσας, πως οι ΑΠΕ στη χώρα μας βασίστηκαν σε ανεπαρκέστατο νομοθετικό πλαίσιο. Ένα πλαίσιο, συμπληρώνουμε εμείς, που, όπως στην πράξη αποδεικνύεται, επέτρεψε και εξακολουθεί να επιτρέπει την προώθηση και εγκατάσταση των ΑΠΕ στη βάση της ικανοποίησης κάθε «επενδυτικού» ενδιαφέροντος, που, βέβαια, εκδηλώνεται όχι στη βάση της ανάλωσης ίδιων κεφαλαίων των «επενδυτών» αλλά σ’ αυτή της ένταξης σε ευρωπαϊκά προγράμματα και της «απορρόφησης» αντίστοιχων κονδυλίων. Τούτα είναι που καθιστούν τις ΑΠΕ επένδυση ιδιαίτερα «ελκυστική» και που, για το λόγο αυτό, οδήγησαν στην αλόγιστη αδειοδότησή τους, σε ότι αφορά την πατρίδα μας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, στις περιπτώσεις των αιολικών, και των μικρών υδροηλεκτρικών (ΜΥΗΕ) εκείνο που φαίνεται να έχει επικρατήσει είναι η ανησυχητική λογική του «κάθε βουνοκορφή και ανεμογεννήτριες, κάθε ρέμα ή ποτάμι και ένα ή περισσότερα μικρά υδροηλεκτρικά», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν το φυσικό ή το υδάτινο περιβάλλον μας «σηκώνει» τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις.

Κι όλα αυτά κατά παρέκκλιση από την αντίστοιχη νομοθεσία και τις πρακτικές άλλων χωρών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα προτάσσονται ως παραδείγματα ανάπτυξης ΑΠΕ και κυρίως αιολικών και υδροηλεκτρικών στο έδαφός τους, και οι οποίες ούτε τις βουνοκορφές τους άγγιξαν αλλά και τον υπόλοιπο φυσικό και υδάτινο πλούτο τους σεβάστηκαν και προστάτεψαν απόλυτα ….

Χριστός Ανέστη και χρόνια πολλά…

Δίκτυο Φορέων και Πολιτών για την Προστασία των Αγράφων