Οι εκβιασμοί των δανειστών για μόνιμη επιτροπεία

  • Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
  • Δημοσιεύθηκε : Πέμπτη, 16 Φεβρουαρίου 2017 21:12

Του Ξυλομένου Κωνσταντίνου Διπλ. Πολιτικού Μηχανικού Α.Π.Θ., MSc - Δημοτικού Συμβούλου Καρδίτσας.

Η απαίτηση των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του Α.Ε.Π. και για τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με την επιβολή του δημοσιονομικού «κόφτη» δαπανών, αποκαλύπτει την εμμονή τους για την επιβολή νέων μέτρων λιτότητας. Η συμμόρφωση εξάλλου με τους δημοσιονομικούς στόχους που τέθηκαν από τους θεσμούς, προϋποθέτει πιστή εφαρμογή του προγράμματος μέσω επώδυνων διαρθρωτικών μέτρων και μετά την υποτιθέμενη ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Η σημερινή συγκυβέρνηση όμως με πρόσχημα μια μελλοντική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, είναι πιθανόν να υποχωρήσει για ακόμη μία φορά από τις δεσμεύσεις της για την μη επιβολή νέων μέτρων, ακολουθώντας την δοκιμασμένη τακτική των προηγούμενων εθελόδουλων κυβερνήσεων με σκοπό την παραμονή της στην εξουσία. Βέβαια, η μη βιωσιμότητα του Ελληνικού δημόσιου χρέους αποτελεί «κοινό μυστικό» των δανειστών, αφού με τεχνάσματα και μηχανορραφίες κερδίζουν πολιτικό χρόνο εγκλωβίζοντας τη χώρα μας σε μια κατάσταση μόνιμης επιτροπείας και οικονομικής ασφυξίας με δανεικά που επιστρέφουν τελικά στα ταμεία τους. Στον αντίποδα η ΝΔ και ένα σημαντικό τμήμα της αντιπολίτευσης συμπεριφέρεται ως Τρόικα εσωτερικού που λειτουργεί ως εντολοδόχος του Βερολίνου και θα ικανοποιήσει οποιασδήποτε απαίτηση τους. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αλλαγή στην αρχική θετική στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το οικονομικό βοήθημα των μικροσυνταξιούχων και μετατροπή του σε ανεύθυνο παρών στο κοινοβούλιο μετά από εξωτερικές πιέσεις που της ασκήθηκαν, αλλά και την επιμονή της για εκλογές τη στιγμή που εκκρεμεί η 2η αξιολόγηση και τα πολιτικά και οικονομικά περιθώρια περιορίζονται ασφυκτικά.

Η πολιτική ανεπάρκεια όμως τόσο της συγκυβέρνησης όσο και των υπόλοιπων μνημονιακών κομμάτων που συμμετέχουν στο Ελληνικό κοινοβούλιο αποτελούν το πλέον πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή των επαχθέστερων πολιτικών από τους πιστωτές. Η επικοινωνιακή πολιτική της σημερινής συγκυβέρνησης μπορεί να βασίζεται λογική του χειρότερου άλλου δηλαδή της ΝΔ, η οποία κυβέρνησε αρκετά χρόνια και έχει σοβαρή ευθύνη για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας ειδικότερα την περίοδο 2004-’09, αλλά με αυτή ανταγωνίζονται σε περικοπές συντάξεων, επιβολή φόρων, ιδιωτικοποιήσεις κτλ. και οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόζουν δεν διαφέρουν τόσο όσο νομίζουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς να μπορεί να παρουσιάσει κάποιο σοβαρό εναλλακτικό σχέδιο από αυτό που υλοποιεί η συγκυβέρνηση με το μνημόνιο θέτει επιτακτικά αίτημα εκλογών, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά και η ίδια ότι αυτές θα οδηγήσουν σ’ ένα νέο επώδυνο μνημόνιο.

Σε αναμονή λοιπόν της ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για τη 2η αξιολόγηση του προγράμματος, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι κυβερνήσεις των υπόλοιπων κρατών της ΕΕ με επικεφαλής τη Γερμανία, εξετάζουν για άλλη μία φορά την πιθανότητα για ρήξη με την Ελλάδα. Στη χώρα μας όμως τα ελεγχόμενα συστημικά ΜΜΕ σε αγαστή συνεργασία με το παλιό πολιτικό σύστημα παραληρούν στο άκουσμα και μόνον της εκπόνησης ενός ολοκληρωμένου εναλλακτικού σχεδίου που θα άλλαζε τις ισορροπίες σε επίπεδο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Έτσι έχουμε μια επανάληψη της διαδικασίας με τους διεθνείς πιστωτές να απαιτούν και άλλα αυστηρότερα μέτρα με πρόσχημα το κλείσιμο της αξιολόγησης, εμποδίζοντας την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης με αποτέλεσμα να την οδηγούν πάλι σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Αναρωτιέται κανείς τελικά πόσα ακόμα χρονικά περιθώρια υπάρχουν, ώστε οι πολιτικές συνταγές της λιτότητας που εφαρμόζονται να αποδώσουν κάποια στιγμή και αν η χώρα θα μπορέσει να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία. Η χώρα μας όμως οφείλει να ενεργοποιήσει τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής εκείνα, που θα της επιτρέψουν να ανακτήσει και πάλι την εθνική της κυριαρχία. Η συζήτηση για μια διαφορετική πορεία από τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον και πολύ σύντομα ελπίζω, να υπάρξει μια ολοκληρωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη οικονομοτεχνική ανάλυση που θα δοθεί στη δημοσιότητα, ώστε η Ελληνική κοινωνία να αποφασίσει τελικά το δρόμο που θα ακολουθήσει.