Η Βασιλεία στην Ελλάδα και ο τρόπος της κηδείας του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου

Με αφορμή τον θάνατο του τ. Βασιλιά Κωνσταντίνου, του τελευταίου Βασιλιά της Ελλάδας, άνοιξε μια συζήτηση που ξεκίνησε από τα κόμματα και διαχύθηκε στην Ελληνική κοινωνία.

Όταν ο τέως Βασιλιάς διεκδίκησε όλη την Βασιλική περιουσία

Γράφει ο Γιώργος Αμβροσίου

Με αφορμή τον θάνατο του τ. Βασιλιά Κωνσταντίνου, του τελευταίου Βασιλιά της Ελλάδας, άνοιξε μια συζήτηση που ξεκίνησε από τα κόμματα και διαχύθηκε στην Ελληνική κοινωνία. Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε από το πως θα πρέπει να γίνει η κηδεία του τέως Βασιλιά και εξελίχθηκε γενικότερα στο ποιο ρόλο έπαιξε η βασιλεία στην νεότερη ιστορία της χώρας μας.

 

Η απόφαση της κυβέρνησης να κηδευτεί ο τ. Βασιλιάς Κωνσταντίνος ως ιδιώτης και όχι με τιμές αρχηγού κράτους, δημιούργησε έναν εκνευρισμό στα κόμματα της αντιπολίτευσης που θα ήθελαν να πάρει τη αντίθετη απόφαση για να το εκμεταλλευτούν πολιτικά.

 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είτε επειδή έχει μπροστά της τις εθνικές εκλογές, είτε επειδή έτσι πίστευε ότι έπρεπε να γίνει, αποφάσισε να μην κηδευτεί ο Κωνσταντίνος ως αρχηγός κράτους, παρ’ ότι κάτι τέτοιο ίσως και να ήταν το ποιο σωστό, μιας και διατέλεσε αρχηγός του Ελληνικού κράτους από το 1964 έως το 1967 επί της ουσίας και τυπικά μέχρι το 1973 που έγινε το δημοψήφισμα και ο λαός ψήφισε ότι είναι υπέρ της προεδρευόμενης Δημοκρατίας.

 

Γενικά, η βασιλεία στην Ελλάδα είχε πάντα ένα πρόβλημα μιας και ήταν ξενόφερτη και ποτέ δεν έγινε κτήμα του Ελληνικού λαού. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, στις 27 Μαΐου 1832 οι μεγάλες δυνάμεις μας έφεραν τον Όθων Α΄ που ήταν Βαυαρός. Η θητεία του όμως κρίθηκε αρνητικά και οι μεγάλες δυνάμεις τον απέσυραν για να ξεκινήσει στην Ελλάδα η Δυναστεία των Γλύξμπουργκ που κατάγονται από την Δανία. Επιλέχθηκε Δανός Βασιλιάς για να είναι ουδέτερος και να μην ανήκει σε καμία από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις. Έτσι ήρθε Βασιλιάς ο Γεώργιος Α΄ που βασίλεψε από το από τις 30 Μαρτίου 1863 μέχρι τη δολοφονία του το 1913 και υπήρξε ο μακροβιότερος βασιλιάς της Ελλάδας. Θεωρείται ως ο καλύτερος Βασιλιάς της Ελλάδος και η δολοφονία του υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τη χώρα.

 

Τον Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε ο γιος του Κωνσταντίνος Α΄ που βασίλεψε από τις 18 Μαρτίου 1913 έως τις 11 Ιουνίου 1917 και λόγω των διενέξεων του με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, έκανε κακό στη χώρα με αποκορύφωμα τον Εθνικό Διχασμό του 1916-17.

 

Ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν βασιλιάς της Ελλάδας από το 1913 έως το 1922, αλλά σε δύο περιόδους. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας όπως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, οι επιτυχείς Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός, και τέλος η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Στο διάστημα της Βασιλείας του είχε πολλές τριβές με τον Βενιζέλο και το 1917 υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και ανέλαβε την βασιλεία ο γιος του Αλέξανδρος Α΄ που βασίλεψε από τις 11 Ιουνίου 1917, έως τις 25 Οκτωβρίου 1920 μιας και πέθανε από δάγκωμα μαϊμούς.

 

Στην βασιλεία επανήλθε ο Κωνσταντίνος Α΄ στις 19 Δεκεμβρίου 1920 και βασίλεψε έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός και ο στόλος που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των Συνταγματαρχών Νικόλαου Πλαστήρα και Γονατά, απαιτώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και την αποχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β΄.

 

Ο Γεώργιος Β΄ βασίλεψε επίσης σε δύο περιόδους, η πρώτη από 27 Σεπτεμβρίου 1922, έως τις 25 Μαρτίου 1924. Μετά από το δημοψήφισμα του 1924 καταργήθηκε η μοναρχία και η περίοδος 1924-1935 αποκαλείται Β' Ελληνική Δημοκρατία. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η δημοκρατία καταργήθηκε με το «Νόθο δημοψήφισμα του 1935» που διεξήγατε δικτατορική κυβέρνηση και επανήλθε στο θρόνο ο Γεώργιος Β΄ όπου βασίλεψε από τις 3 Νοεμβρίου 1935 έως τις 1 Απριλίου 1947.

 

Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο Βασιλιάς μαζί με την Κυβέρνηση και τις ελεύθερες ελληνικές ένοπλες δυνάμεις του Βασιλικού ναυτικού και της Βασιλικής Αεροπορίας κατέφυγε στην Κρήτη. Εκεί συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις των στρατευμάτων της Ελλάδας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας (καθ΄ όλη τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης). Τελικά ξέφυγε διασχίζοντας τα βουνά για να φτάσει στις νότιες ακτές του νησιού απ' όπου κατέφυγε στην Αίγυπτο. Ενώ η ελληνική εξόριστη κυβέρνηση παρέμεινε στην Αίγυπτο ο ίδιος μετέβη στο Συμμαχικό Στρατηγείο στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

 

Ο Γεώργιος επέστρεψε στις 27 Σεπτεμβρίου 1946, όμως απεβίωσε αιφνίδια την 1η Απριλίου 1947 από καρδιακή ανακοπή. Ήταν 57 ετών. Επειδή από το γάμο του με την Ελισάβετ δεν είχε αποκτήσει παιδιά, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, και μέχρι τότε διάδοχος, Παύλος Α΄.

 

Ο Βασιλιάς Παύλος Α΄, βασίλεψε από τις 1 Απριλίου 1947 έως τις 6 Μαρτίου 1964 που στις 9 Ιανουαρίου 1938 νυμφεύτηκε στην Αθήνα τη Φρειδερίκη που έμεινε στην ιστορία για την δράση της. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο, καθώς το βασιλικό ζεύγος επιδόθηκε με μια πρωτοφανή δραστηριοποίηση στη σύσταση ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών θεσμών, αυξάνοντας τη δημοφιλία της Δυναστείας. Στην διάρκεια της Βασιλείας του υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις με την αριστερά να ζητάει την κατάργηση της μοναρχίας. Στις 6 Μαρτίου 1964 πέθανε από καρκίνο του στομάχου.

 

Στο θρόνο τον αντικατέστησε ο γιος του Κωνσταντίνος Β΄ σε ηλικία 24 ετών. Στην διάρκεια της Βασιλεία του προκάλεσε πολλές πολιτειακές κρίσεις με αποκορύφωμα την άρνηση στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου που αποκαλείται και ο «Γέρος της Δημοκρατίας» και είχε εκλεγεί στις εκλογές του 1964 με το εκπληκτικό ποσοστό του 53%. προηγουμένως ο Βασιλιάς είχε διαφωνήσει και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που τον οδήγησε σε παραίτηση και φυγή από την Ελλάδα.

 

Η διαφωνία του Κωνσταντίνου Β΄ με τον «Γέρο της Δημοκρατίας» κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Γεώργιος Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

 

Με το Δημοψήφισμα του 1974 ο Κωνσταντίνος Β΄ εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος.

 

Στην συνέχεια στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μια απέχθεια για οτιδήποτε είχε σχέση με την Βασιλεία με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν τα ανάκτορα στο Τατόι και να γενικότερο οτιδήποτε παρέπεμπε στους Βασιλείς.

 

Γενικά, η θητεία της Βασιλείας στην Ελλάδα δεν άφησε καλό αποτύπωμα και αυτό δεν είχε σχέση μόνο με τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και με την οικονομική διαχείριση. Σε μια περίοδο που ο λαός πεινούσε οι βασιλείς πάντρευαν τις κόρες τους και απαιτούσαν από τις κυβερνήσεις να δώσουν τεράστια ποσά για την προίκα τους. Αρχές της δεκαετίας του 1960, σε περίοδο «λιτότητας», ο τότε βασιλιάς Παύλος προίκισε πλουσιοπάροχα την κόρη του Σοφία, με 300.000 δολάρια, και δαπάνησε 2.800.000 δραχμές για το «γάμο του αιώνα» με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας.
Οι φοιτητές διαδήλωναν φωνάζοντας «Προίκα στην παιδεία όχι στη Σοφία» αλλά ποιος τους άκουγε; Όποιος διαφωνούσε, ανήκε στα μιάσματα. Την ίδια περίοδο η βασίλισσα Φρειδερίκη, αντί να μεριμνήσει για την κατάργηση της προίκας, έκανε επισκέψεις ανά την επικράτεια και μοίραζε «βιβλιάρια των απόρων κορασίδων» με συμβολική κατάθεση 1.000 δρχ., που θα έπαιρνε κάθε άπορη κοπέλα με την ενηλικίωσή της ως προικοδότηση. Φυσικά για την κόρη της ζητούσε προίκα εκατοντάδων χιλιάδων χρυσών λιρών και προκαλούσε τεράστιο πρόβλημα στην Ελληνική κοινωνία. Τελικά, την προίκα κατάργησε ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον νόμο 1329/1983.

 

Επίσης, από το 1973 και για πολλά χρόνια ο εκλιπών τ. Βασιλιάς διεκδικούσε όλη την Βασιλική περιουσία ως δική του. Δηλαδή το κτήμα στο Τατόι, τα κτήματα στο Πολυδένδρι Λάρισας, το Μόν Ρεπό στην Κέρκυρα κ.λ.π. Κορυφαία πολιτική πράξη σε αυτή τη διαδρομή των 28 χρόνων αποτελεί αναμφίβολα ο νόμος 2215/1994 της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, βάσει του οποίου απαλλοτριωνόταν η βασιλική περιουσία και αφαιρούνταν η ελληνική ιθαγένεια από τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ, όπως αποκαλούνταν, και τα μέλη της οικογένειας του. Επιπρόσθετα, με τον ίδιο νόμο καταργούνταν προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που αναγνώριζε στον Κωνσταντίνο ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη βασιλική περιουσία. Ειδικότερα, με το συγκεκριμένο νόμο, «Ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας», η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ουσιαστικά επικύρωνε την απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας από τη Χούντα το 1973.

 

Ως προς τους λόγους αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας από τον τέως βασιλιά και τα μέλη της οικογένειας του η τότε κυβέρνηση αποφάνθηκε ότι «ως προς τα μέλη της οικογένειάς του υπήρξε ειδικό νομικό καθεστώς, που συνδεόταν με τη βασιλική ιδιότητα του εκάστοτε βασιλιά. Ως προς τους ίδιους η ελληνική ιθαγένεια ήταν συνυφασμένη με την ενεργή ιδιότητά τους ως βασιλέων. Η θεσμική απώλεια της ιδιότητας του βασιλιά οδηγεί αυτοδικαίως και στην απώλεια της ιδιότητας του βασιλιά οδηγεί αυτοδικαίως και στην απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, εφόσον, άλλωστε, η οικογένεια των Γλύξμπουργκ ήταν και είναι χωρίς καμία αμφιβολία αλλογενής. Η αντιμετώπιση αυτή είναι συνεπής και προς το ιστορικό προηγούμενο του Δ' Ψηφίσματος της 25.3.1924».

 

Έτσι, δικαιολογημένα ο λαός δεν θέλει να ακούει για την βασιλεία και η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ταφεί ο τ. Βασιλιάς Κωνσταντίνος ως ιδιώτης, βρήκε ελάχιστους να έχουν αντίθετη άποψη. Δείχνουμε μεν σεβασμό προς τον νεκρό, αλλά δεν του αναγνωρίζουμε κανένα πολιτειακό δικαίωμα.