Ένα νέο μνημόνιο χωρίς λεφτά

  • Κατηγορία: ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
  • Δημοσιεύθηκε : Παρασκευή, 24 Αυγούστου 2018 12:56

Eπισημάνσεις Σπύρου Ταλιαδούρου

   Η λήξη του τρίτου Μνημονίου οδηγεί ουσιαστικά σε ένα τέταρτο, άτυπο, νέο μνημόνιο, αλλά χωρίς λεφτά. Τα δεσμά και η ασφυξία παραμένουν. Η ανεπάρκεια της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αρχής γενομένης από τον πρώην Υπουργό Οικονομίας Γ. Βαρουφάκη, ο οποίος δεν ήθελε να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί, οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο. Και τούτο γιατί η Κυβέρνηση ναρκοθετεί το αύριο της χώρας με ψηφισμένα μέτρα για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και δεσμεύσεις για πολλά ακόμα χρόνια. Θα υπάρχει μια διευρυμένη εποπτεία. Οι φόροι παραμένουν υψηλοί, οι συντάξεις θα περικοπούν και άλλο. Χωρίς στρατηγικό σχέδιο η Κυβέρνηση καθηλώνει τη χώρα στη μιζέρια δίνοντας θολές υποσχέσεις για δήθεν αναβολή των δεσμεύσεων που έχει ήδη υπογράψει. Η υπερφορολόγηση που επιβλήθηκε οδήγησε σε μείωση των εισοδημάτων όλων των πολιτών και σε καθίζηση της οικονομίας πλήττοντας την ανάπτυξη, πράγμα που αναγκάζει τους νέους να δουλέψουν για 300 ευρώ. Ειδικότερα, τα μέτρα που επέβαλαν όπως: η αύξηση του ΕΝΦΙΑ, των τελών κυκλοφορίας, των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση του Φ.Π.Α.και των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα τρόφιμα, το κρασί, τον καφέ, τα καύσιμα, την τηλεφωνία, τα εισιτήρια, οδήγησαν την Ελλάδα σε δραματική φτωχοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο σε 12 μήνες έγιναν 135.000 αποποιήσεις κληρονομιάς, αφού οι φόροι είναι δυσβάστακτοι. Κανένα μεγάλο κατασκευαστικό έργο δεν έχει ανατεθεί από πέρυσι. Οι διαγωνισμοί καθυστερούν υπέρμετρα. Η πολιτική της υπερφορολόγησης είναι αδιέξοδη. Τα βάρη για τους πολίτες είναι υπέρογκα, ενώ τα έσοδα του κράτους μειώνονται συνεχώς. Η οδύσσεια για την Ελλάδα και τους έλληνες συνεχίζεται.

   Χαρακτηριστικό δείγμα της κακής πορείας της χώρας, παρά την «έξοδο από τα Μνημόνια», αποτελεί η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, η οποία εξακολουθεί να την καθιστά μη επενδύσιμη χώρα. Και τούτο γιατί εξακολουθεί να αξιολογείται από τους τρείς μεγαλύτερους οίκους πέντε έως επτά βαθμίδες κάτω από το όριο που την καθιστά επενδύσιμη. Και χωρίς επενδύσεις  ανάπτυξη δεν υπάρχει. Το πιο χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών είναι η κατάρρευση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών. Η Πορτογαλία όταν βγήκε από το Μνημόνιο το 2014, είχε βαθμό αξιολόγησης τρεις βαθμίδες υψηλότερο από αυτόν που έχει η Ελλάδα σήμερα και τώρα δανείζεται με επιτόκιο κάτω του 2%, όταν το αντίστοιχο ελληνικό κυμαίνεται πάνω από 4%. Με τέτοιο επιτόκιο μόνο για έξοδο από τα μνημόνια δεν μπορούμε να μιλάμε. Τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν σημειώσει κάποια βελτίωση το τελευταίο διάστημα, δείχνοντας πως οι επενδύτες είναι ακόμη επιφυλακτικοί απέναντι στις προοπτικές της χώρας. Συνεπώς, ο δρόμος της επιστροφής στις αγορές είναι εξαιρετικά δύσβατος.

  Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018, προκύπτει ότι και η δυναμική στο μέτωπο των εσόδων έχει εξανεμιστεί. Στο σύνολο των φορολογικών εσόδων, προέκυψε υστέρηση της τάξεως των 25 εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων παραμένει παγωμένο, αφού δεν χρηματοδοτούνται δημόσια έργα. Χωρίς έργα όμως και πάλι η ανάπτυξη δεν έρχεται.

   Είναι συνεπώς σαφές ότι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η Κυβέρνηση πλήττει την ανάπτυξη. Τον Δεκέμβριο του 2014, η Ελλάδα βρισκόταν στην πρώτη θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης στην κούρσα της ανάπτυξης. Σήμερα, έμεινε στην τελευταία θέση της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, το διαθέσιμο εισόδημα υποχώρησε, ενώ οι διεθνείς παράγοντες διαβλέποντας την ανικανότητα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να διαχειριστεί ακόμη και στοιχειώδη ζητήματα της καθημερινότητας μεγάλωσαν τις απαιτήσεις τους. Πήραν τις υπογραφές Τσίπρα για την αέναη παράταση της λιτότητας.

   Συνεπώς, είναι αναγκαία η προσφυγή σε εκλογές για να υπάρξει Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα εφαρμόσει μια άλλη πολιτική. Όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, η Ν.Δ. «θα μειώσει τις κρατικές δαπάνες και τους φόρους, θα δημιουργήσει ένα μικρότερο και αποτελεσματικότερο κράτος, χωρίς απολύσεις και με αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης». Στόχος είναι να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης προς την χώρα, ώστε να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα. Να υπάρξει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα δώσει δουλειές κυρίως στους τομείς που η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως είναι ο τουρισμός, τα αγροτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι υποδομές για τη μεταφορά προϊόντων και η πολιτιστική κληρονομιά. Έτσι, θα υπάρξει ανάπτυξη, ανάκτηση αξιοπιστίας της χώρας, πράγμα που θα οδηγήσει και σε  αναθεώρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και για μετά το τέλος της θητείας της, όπως τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που λόγω της υπερφορολόγησης υποσκάπτουν την ανάπτυξη καθώς και την ελάφρυνση του χρέους.

   Διαφορετικά, έαν εξακολουθήσει η εφαρμογή αυτής της πολιτικής οδηγούμαστε σε ένα τέταρτο μνημόνιο μεγάλης διάρκειας. Χωρίς λεφτά, αφού η οικονομία θα συνεχίσει να λειτουργεί σε ιδιαίτερα στενές δημοσιονομικές συνθήκες καθώς  η χώρα θα βρίσκεται υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης.