Κυτταρική ανοσία έναντι της covid-19: Μήπως είναι η κρυφή μας δύναμη;

  • Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
  • Δημοσιεύθηκε : Τρίτη, 08 Ιουνίου 2021 18:08

Γράφει η Βασιλική Πιτυρίγκα, Ιατρός Βιοπαθολόγος, Επίκουρη Καθηγήτρια Μικροβιολογίας,

Καθώς η ανθρωπότητα αγωνίζεται να αντιμετωπίσει τη πανδημία COVID-19, η αποκρυπτογράφηση της ανοσολογικής προστασίας βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο, καθώς παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην χάραξη πολιτικής για την προστασία της Δημόσιας Υγείας.

Από την αρχή της πανδημίας, η μέθοδος εκλογής για την αξιολόγηση των ποσοστών λοίμωξης και ανοσίας του γενικού πληθυσμού στα πλαίσια επιδημιολογικής επιτήρησης ήταν η μέτρηση των τίτλων αντισωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα.

Σε αυτό το πλαίσιο τέθηκαν ως όρια συγκεκριμένα ποσοστά ανοσίας του πληθυσμού τα οποία, είτε αποκτηθούν με φυσική νόσηση είτε με εμβολιασμό, θα εξασφαλίσουν την ανοσία της αγέλης. Οι έρευνες ωστόσο δείχνουν ότι ακόμη και σε περιοχές που επλήγησαν σημαντικά από την πανδημία παρουσιάζοντας μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και αυξημένα ποσοστά θανάτων, το πολύ 1/4 περίπου των ατόμων έχει αναπτύξει αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, δεδομένου ότι η λοίμωξη από SARS-CoV-2 στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διαδράμει ασυμπτωματικά ή με ήπια κλινική εικόνα, όπως οι κορωνοϊοί του κρυολογήματος, με αποτέλεσμα τα επίπεδα αντισωμάτων που παράγονται να μην είναι συχνά υψηλά και να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Στηρίζεται όμως η άμυνα μας μόνο στα αντισώματα;

Από τη στιγμή που ο SARS-CoV-2 εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα αναπτύσσεται η φυσική μας ειδική ανοσία, η οποία εκφράζεται από δυο διαφορετικές οδούς, την «χυμική ανοσία» (ενεργοποίηση Β λεμφοκυττάρων για παραγωγή ειδικών αντισωμάτων έναντι του ιού) και την κυτταρική ανοσία (ενεργοποίηση Τ λεμφοκυττάρων).

Μετά την πρώτη μας επαφή με τον SARS-CoV-2, τα λεμφοκύτταρα Β και Τ διατηρούν ανοσολογική μνήμη, η οποία επιτρέπει μια ταχύτερη και ισχυρότερη απόκριση (προστατευτική ανοσία) του οργανισμού μας σε μια επόμενη συνάντηση με το ίδιο ιό.

Σε αντίθεση με την έρευνα για τα αντισώματα, οι μελέτες που εξετάζουν τη δράση των Τ κυττάρων έχουν τραβήξει ελάχιστα την προσοχή μας μέχρι σήμερα, πιθανότατα επειδή ο έλεγχος των αντισωμάτων είναι ευκολότερος, ταχύτερος και φθηνότερος.

Ωστόσο, οι πληροφορίες που μας δίνουν, μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ότι η συλλογική ανοσία δεν είναι ένα άπιαστο όνειρο, καθώς υποστηρίζουν την ύπαρξη ισχυρής και εξαιρετικά λειτουργικής δράσης Τ κυττάρων, η οποία μπορεί να παρέχει ένα σημαντικό βαθμό προστασίας ακόμη και σε άτομα που ενώ νόσησαν, δεν ανέπτυξαν αντισώματα.

Πόσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανοσία και σε ποιο βαθμό μας προστατεύει;

Σχετικά με τη διάρκεια δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία. Σε λοιμώξεις από προηγούμενους κορωνοϊούς με υψηλή γενετική συγγένεια με τον SARS-CoV-2, όπως ο SARS-CoV, τα ειδικά T λεμφοκύτταρα συνέχισαν να εντοπίζονται μέχρι και >10 χρόνια μετά τη μόλυνση, χωρίς να ανιχνεύονται αντίστοιχα τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης στο αίμα, υποδεικνύοντας ότι η κυτταρική ανοσία διαρκεί και δρα αποτελεσματικά για πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από την χυμική ανοσία των αντισωμάτων.

Όσον αφορά τον βαθμό προστασίας που μας παρέχει, τα T κύτταρα μνήμης είναι γνωστά για την ικανότητά τους να επηρεάζουν την κλινική σοβαρότητα και την ευαισθησία μας σε μελλοντική λοίμωξη. Αυτό υποστηρίζεται και από μελέτες που δείχνουν ότι τα προυπάρχοντα Τ κύτταρα έχουν τη δυνατότητα να προάγουν νωρίτερα την ιική κάθαρση στον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα ακόμα και αν κάποιος νοσήσει, τα συμπτώματα που θα αναπτύξει να μην είναι τόσο σοβαρά ώστε να χρειαστεί νοσηλεία.

Οι ερευνητές επίσης σημειώνουν ότι η δράση των Τ-κυττάρων δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις μεταλλάξεις. Σε μελέτες ασθενών COVID-19 που ανάρρωσαν, διαπιστώθηκε ότι οι ειδικές Τ-κυτταρικές αποκρίσεις παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες και τα Τ κύτταρα διατήρησαν την ικανότητα τους να αναγνωρίσουν όλες τις μεταλλάξεις που μελετήθηκαν.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τουλάχιστον 10 μελέτες μέχρι σήμερα έχουν αναφέρει την παρουσία Τ-κυττάρων κατά του SARS-CoV-2 σε ένα ποσοστό 20%-50% του γενικού πληθυσμού που τεκμηριωμένα δεν έχουν εκτεθεί στον ιό. Πρόκειται για μια ανοσοποιητική μνήμη που σύμφωνα με τους ερευνητές προέρχεται εν μέρει από τους κορωνοιούς του κρυολογήματος που ήδη κυκλοφορούν από χρόνια και ενδεχομένως και από άλλους άγνωστους κορωνοιους, ακόμη και ζωικής προέλευσης.

Μήπως τελικά υπάρχει περισσότερη ανοσία στον γενικό πληθυσμό από αυτήν που εκτιμούμε;

Η επιβεβαίωση των αρχικών υποθέσεων για τη μακροχρόνια δράση της κυτταρικής ανοσίας και ο σαφής προσδιορισμός των επιπέδων προστασίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική και τεκμηριωμένη επιμήκυνση των μεσοδιαστημάτων μεταξύ των αναμνηστικών δόσεων στους εμβολιασμούς, ο καθορισμός των οποίων μέχρι στιγμής στηρίζεται μόνο στα επίπεδα αντισωμάτων

Επιπλέον, η συνεχώς αυξανόμενη πληροφορία που στοιχειοθετεί μια προϋπάρχουσα ανοσολογική απόκριση του πληθυσμού οφείλει να ληφθεί υπόψιν στον μελλοντικό σχεδιασμό των μέτρων κατά της πανδημίας, ώστε να επανεξεταστούν ορισμένες από τις βασικές παραδοχές σχετικά με την παρακολούθηση των επιπέδων συλλογικής ανοσίας και τα κριτήρια καθορισμού τους.

 

Βασιλική Πιτυρίγκα, Ιατρός Βιοπαθολόγος,

Επίκουρη Καθηγήτρια Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ