Ακούει κανείς τους ειδικούς;

  • Κατηγορία: ΤΟΠΙΚΑ
  • Δημοσιεύθηκε : Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2016 14:18

Το μέλλον της Θεσσαλίας...

Δύο καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλίας ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Θεοφάνης Γέμτος έχουν κατά καιρούς κάνει πληθώρα προτάσεων για την αγροτική ανάπτυξη της Θεσσαλίας, αλλά όλα έμειναν στα χαρτιά.

Άραγε, ακούει κανείς πολιτικός της παραινέσεις των επιστημόνων, διαβάζει και αναλύει της έρευνες, ενεργεί με βάση το συμφέρον των πολιτών;

Χρόνια τώρα ακούμε τους πολιτικούς να μιλάνε για την αγροτική ανάπτυξη, για το μέλλον των καλλιεργειών και τόσα άλλα. Όμως, ενώ στον τόπο αυτό έχει πέσει πακτωλός χρημάτων, η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο.

Ειδικοί επιστήμονες έχουν κάνει έρευνες, κατέθεσαν προτάσεις, αλλά δεν τους ακούει κανείς. Σήμερα, θα σταθούμε σε προτάσεις που έχουν κάνει κατά καιρούς δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Θεοφάνης Γέμτος.

Ο Δημήτρης Κουρέτας

Ας δούμε σημεία άρθρου του Δημήτρη Κουρέτα, καθηγητή Βιοχημείας - Βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, πρώην αναπληρωτή Πρύτανη. Το όνομα του καθηγητή που έχει να επιδείξει πολλές περγαμηνές στον χώρο της βιοτεχνολογίας και των τροφίμων, ήρθε στην επικαιρότητα αυτές της μέρες όταν ανακοινώθηκε πως επελέγη στο Ανώτατο Συμβούλιο Ειδικών Επιστημόνων διαχείρισης χημικών και διατροφικών κρίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η επιτροπή αυτή, υπάγεται απευθείας στην Κομισιόν και συνεδριάζει στο Λουξεμβούργο σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως 6 φορές το χρόνο) για να αποφασίσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ολίγων ημερών σε κρίσιμα θέματα που αφορούν την υγεία των καταναλωτών και την προστασία του περιβάλλοντος. Ο ρόλος της είναι εξαιρετικά κρίσιμος αφού γνωμοδοτεί για έκτακτα και πολύ σημαντικά θέματα που αφορούν το περιβάλλον καθώς και την υγεία των πολιτών. Η θητεία της επιτροπής είναι μέχρι το 2021.

Θέματα που γνωμοδότησε η Επιτροπή στο 2016 αφορούσαν το ηλεκτρονικό τσιγάρο, τη χρήση των σύγχρονων υλικών των σφραγισμάτων για τα δόντια, την εκτίμηση της σύστασης των υλικών για προσθετικά μέλη στον άνθρωπο που χρησιμοποιούνται για ορθοπαιδική χρήση, η χρήση των νανουλικών σε ιατρικά είδη, κανόνες στη χρήση της συνθετικής βιολογίας στην βιοιατρική έρευνα και σύσταση υλικών που χρησιμοποιούνται στα παιδικά παιχνίδια και σύσταση νέων γεωργικών φαρμάκων. Μετά τη γνωμοδότηση της Επιτροπής ακολουθεί για κάθε θέμα εισήγηση της Κομισιόν και απόφαση προκειμένου να γίνει ευρωπαϊκός νόμος για κάθε θέμα. Αν αναζητήσει κανείς άρθρα του καθηγητή στο διαδίκτυο, αλλά και δράσεις που έχει αναπτύξει με τους φοιτητές του, θα δει ότι είναι πολύ σημαντικές και πρωτοπόρες. Σε ένα από τα άρθρα του κάνει αναφορά στον νομό Σερρών, αλλά αυτά ουσιαστικά ισχύουν για κάθε νομό που θα πρέπει να αναδείξει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα.

Γράφει μεταξύ άλλων ο κ. Κουρέτας. Το καταπληκτικό προϊόν η πατάτα Βροντούς, δεν είναι καν ΠΟΠ ούτε ΠΓΕ. Το κεράσι της περιοχής Γαζώρου έχει καταπληκτική ποιότητα αλλά πουλιέται χύμα στο δρόμο τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, λες και είμαστε στην Αφρική. Με ομπρέλες στημένες κάτω από τον ήλιο, δίπλα στο δρόμο προς τη Δράμα, σχεδόν τσάμπα. Η μεταποίησή του σε γλυκό, σε μαρμελάδα που θα παράγεται βράζοντας κάτω από ειδικές συνθήκες σε χαμηλή πίεση, δημιουργώντας μαρμελάδα με ισχυρισμό υγείας ειδική για κάποιες ομάδες ασθενών, είναι ό,τι πιο απλό θα μπορούσε να πει κανείς για τα προϊόντα της περιοχής. Με τιμή 5 φορές πάνω από τη συμβατική.

Το 2007, είχαμε δημοσιεύσει μια μελέτη που αποδείκνυε ότι η φλούδα των φασολιών της Βροντούς Σερρών, λόγω του κλίματος που παράγονται, περιέχει ουσίες που προστατεύουν το DNA από βλάβες από την υπεριώδη ακτινοβολία, και είχαμε παρουσιάσει στην Νομαρχία τότε μια πρόταση που με πολύ λίγα χρήματα θα φτιαχνόταν μια μικρή μονάδα που θα φτιάχνει κρέμες για τον ήλιο, οι οποίες θα πήγαιναν στα φαρμακεία του Νομού αρχικά, και αργότερα σε όλο τον κόσμο. Όταν είχα πάει να την παρουσιάσω στον υπεύθυνο αντινομάρχη, με κοίταζε σαν να ήμουν εξωγήινος. Το υπόγειο υδατικό πεδίο της περιοχής Νιγρίτας και Ηράκλειας έχει μια ιδιοτυπία που συναντάται μόνο εκεί από όλη την Ευρώπη. Είναι θερμό το νερό και ταυτόχρονα έχει διοξείδιο του άνθρακα. Αυτό το κάνει ιδανικό για καλλιέργεια ενός φύκους που γνωρίζουμε ως διαιτητικό προϊόν, και το οποίο καλλιεργείται σε λίγα μέρη σε όλο τον κόσμο. Της Σπιρουλίνας. Η χαρτογράφηση πριν αρκετά χρόνια της περιοχής έδειξε ότι υπάρχει υδατικό δυναμικό για καλλιέργεια χιλίων στρεμμάτων σε ειδικές δεξαμενές. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, καλλιεργούνται μόνο δέκα στρέμματα.

Οι προσπάθειες να γίνουν οργανωμένες καλλιέργειες σπιρουλίνας στον Νομό απέτυχαν για αστείους λόγους. Από την εμπορία σπιρουλίνας που θα παραγόταν από όλη την καλλιεργούμενη έκταση, το κέρδος για τον παραγωγό υπολογίστηκε ότι θα ήταν περίπου 200 εκατ. ευρώ. Επίσης όταν ήταν υφυπουργός Παιδείας ο βουλευτής Σερρών Γιάννης Ανθόπουλος, του είχα δώσει ο ίδιος μελέτη για αυτά, καθώς επίσης και για τη δημιουργία πρότυπων θερμοκηπίων για κηπευτικά με το ζεστό νερό της περιοχής. Ακόνη περιμένω την απάντηση.

Οι χώρες που πέρασαν κρίση παρόμοια με της Ελλάδος, φρόντισαν να χτίσουν σχολές που είχαν σχέση με το περιφερειακό ΑΕΠ κάθε περιοχής, ούτε ώστε οι τοπικές εταιρείες να εκμεταλλεύονται την παραγόμενη γνώση, αλλά και τα παιδιά που θα σπούδαζαν να έβρισκαν δουλειά στον τόπο τους και να βοηθούσαν έτσι την ανάπτυξη. Έτσι θα περίμενε κανείς οι Σέρρες να έχουν σχολές σχετικές με την αγροτική ανάπτυξη. Αντί αυτού έχουν σχολές γυμναστών, γραφιστών και χαρτογράφων. Κανείς δεν πείραξε τόσα χρόνια το παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης. Κανείς. Οι τοπικοί βουλευτές ήταν για άλλα πράγματα. Ελπίζω τώρα με την κρίση να αλλάξουν. Αυτή η μικρή ιστορία όπως η σημερινή των Σερρών, υπάρχει σχεδόν σε κάθε τόπο της πατρίδας μας. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να πάω και την διαβάσω στους νέους αγρότες που στέκουν στα μπλόκα. Και να τους πω: Ξυπνήστε. Ρίξτε μαύρο σε όσους σας κλέβουν τη στράτευση. Υπάρχει καιρός. Και άνθρωποι να σας βοηθήσουν.

Αλήθεια, πόσο δίκιο έχει αυτός ο άνθρωπος; Είναι δυνατόν να ζούμε σε έναν ευλογημένο τόπο, στον μεγαλύτερο κάμπο της Ελλάδος και να καλλιεργούμε ακόμη βαμβάκι, αντί να είμαστε τίγκα στα λαχανικά και τα φρούτα. Να έχουμε συσκευαστήρια, ψυγεία και να φεύγουν τα τσάρτερ από την Αγχίαλο για όλη την Ευρώπη. Στην πορεία θα μπορούσε να αναπτυχθεί ως αεροδρόμιο Κάργκο και αυτό της Μυρίνης που με δαπάνες μερικών εκατομμυρίων μπορεί να γίνει πόλος ανάπτυξης για όλη την Θεσσαλία. Αντί αυτού, η Θεσσαλία καταστρέφει την τεράστια έκταση των 4.109.000 καλλιεργούμενων στρεμμάτων με καλλιέργειες που ούτε αποδίδουν τα αναμενόμενα, αλλά και καταστρέφουν το περιβάλλον.

Μπορεί να γίνει Καλιφόρνια ο Θεσσαλικός Κάμπος;

Ένας άλλος καθηγητής, ο Θεοφάνης Γέμτος, Αναπληρωτής Καθηγητής (Γεωργική Μηχανολογία) στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος, αναλύει πως μπορεί να γίνει Καλιφόρνια ο Θεσσαλικός Κάμπος και τα κοινά που έχει η περιοχή Φρέσνο στην Καλιφόρνια με τη Θεσσαλία. Κατά την επίσκεψή του καθηγητή από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Πανεπιστήμιο του Φρέσνο, ο καθηγητής διαπίστωσε κοινά και μη σημεία μεταξύ των δύο περιοχών, αλλά και τις πιθανότητες ο θεσσαλικός κάμπος να ακολουθήσει μια διαφορετική αγροτική προοπτική πέρα από την παραδοσιακή, όπως συμβαίνει με το Φρέσνο. «Η περιοχή του Φρέσνο είναι παρόμοια με τη Θεσσαλία, δηλαδή μια πεδιάδα περιστοιχισμένη με βουνά. Έχει 4.200.000 στρέμματα καλλιεργούμενη έκταση και 3.500.000 λειμώνες και βοσκοτόπους. Είναι μια περιοχή με πολύ μικρές βροχοπτώσεις, αλλά σημαντικά έργα που έγιναν στη δεκαετία του 1960 εξασφαλίζουν αρκετό νερό από φράγματα και άλλες αποθήκες νερού στα γύρω βουνά. Τα επιφανειακά νερά συμπληρώνονται με υπόγεια που αντλούνται από αρκετά μεγάλα βάθη» επισημαίνει ο κ. Γέμτος.

Αυτό που, όπως λέει, έχει ενδιαφέρον είναι η κατανομή των καλλιεργειών στο Φρέσνο και στη Θεσσαλία. «Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε ότι δύο περιοχές με παρόμοιο κλίμα, έχουν διαφορετικές καλλιέργειες.

Η Καλιφόρνια τροφοδοτεί όλες τις ΗΠΑ με λαχανικά, ενώ εμείς εισάγουμε! Αυτό που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι από πλευράς εισοδήματος στην περιοχή του Φρέσνο η μεγάλη καλλιέργεια (βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτάρι κ.λπ.) προσφέρει το 8%, τα λαχανικά το 33% και οι δενδρώδεις καλλιέργειες το 59%. (από την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Γεωργία της Καλιφόρνια). Είναι σαφές ότι τα λαχανικά και οι δενδρώδεις καλλιέργειες, μαζί με την κτηνοτροφία, δίνουν το κύριο εισόδημα στην περιοχή» τονίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ποια είναι, όμως, η εικόνα στη χώρα μας; Σύμφωνα με τον κ. Γέμτο, στη χώρα μας η γεωργία ακόμα και πριν από την κρίση αντιμετώπιζε σημαντικό πρόβλημα εισοδήματος. «Μετά την αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και την απελευθέρωση των τιμών οι περισσότερες καλλιέργειες βρέθηκαν να μην δίνουν άλλο εισόδημα εκτός από τις επιδοτήσεις. Βεβαίως, με την αναμενόμενη μείωση των επιδοτήσεων τα επόμενα έτη θα δημιουργηθεί έντονο πρόβλημα εισοδήματος στις αγροτικές περιοχές» εκτιμά ο καθηγητής.

Στο ερώτημα «τι θα έπρεπε να γίνει» ο κ. Γέμτος απαντά πως το παράδειγμα της Καλιφόρνια δίνει την εικόνα, συμπληρώνοντας: «Αλλά και λίγοι υπολογισμοί θα μας βοηθούσαν σημαντικά να αποφασίσουμε. Μια μεγάλη καλλιέργεια, σήμερα, δίνει ένα ακαθάριστο εισόδημα της τάξεως των 60 έως 200 ευρώ/στρέμμα. Μια καλλιέργεια λαχανικών ή οπωροφόρων δένδρων δίνει από 1000-4000 ευρώ/στρέμμα. Τι θα σήμαινε αυτό για μια γεωργική περιοχή σαν τη Θεσσαλία; Σκεφτείτε ότι μια αλλαγή μόνο του 20% των εκτάσεων από μεγάλη καλλιέργεια σε οπωροκηπευτικά θα αύξανε το ακαθάριστο εισόδημα των παραγωγών κατά περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο, σχεδόν το μισό του συνόλου των επιδοτήσεων που εισπράττουν οι αγρότες όλης της χώρας. Αν σε αυτό προστεθούν και εισοδήματα από άλλες δραστηριότητες, όπως η μεταποίηση των προϊόντων, οι μεταφορές κ.λπ., η ωφέλεια θα είναι ιδιαίτερα σημαντική».

Είναι δυνατή μια τέτοια λύση; «Προφανώς ναι» απαντά ο κ. Γέμτος, καθώς το κλίμα, το έδαφος και το ανθρώπινο δυναμικό είναι κατάλληλα για παραγωγή καλής ποιότητας προϊόντων. Επιπλέον, επισημαίνει, με την είσοδο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνεχή βελτίωση των υποδομών στον τομέα των μεταφορών, η πρόσβαση στις αγορές γίνεται γρήγορη και εύκολη. Παράλληλα, όπως λέει, «στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με την ανάπτυξη, δημιουργούνται ομάδες του πληθυσμού με υψηλά εισοδήματα που ζητούν συνεχώς προϊόντα διατροφής υψηλής ποιότητας. Τη ζήτηση αυτή μπορούμε να την καλύψουμε καθώς έχουμε εύκολη πρόσβαση».

Σύμφωνα με τον καθηγητή, στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια άλλη σημαντική ευκαιρία για ανάπτυξη κυρίως θερμοσκοπικών καλλιεργειών, καθώς αναμένεται να δημιουργηθούν πολλές μονάδες καύσης βιομάζας για συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας. «Η παραγόμενη θερμότητα (που είναι περισσότερη από τη μισή) πρέπει να αξιοποιηθεί. Προφανής χρήση για το χειμώνα είναι η θέρμανση θερμοκηπίων. Παράλληλα, πολλές μονάδες παραγωγής πελέτας βιομάζας θα μπορούν να προμηθεύουν τα θερμοκήπια με χαμηλής αξίας πρώτη ύλη για θέρμανσή τους» σημειώνει.

Η αλλαγή των καλλιεργειών από μόνη της ίσως δεν αρκεί για να βελτιωθεί η θέση των αγροτών, αφού, σύμφωνα με τον κ. Γέμτο, «χρειάζεται σκληρή δουλειά» για να πετύχει, όχι μόνο από τους αγρότες, αλλά και από μια σειρά παράγοντες της δημόσιας διοίκησης, των ερευνητικών φορέων της χώρας. αλλά και άλλων κλάδων της οικονομίας όπως οι μεταφορές, η μεταποίηση γεωργικών προϊόντων κ.ά. Αναγκαία θεωρείται, επίσης, η επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών που θα παράγουν τις ποιότητες που απαιτούν οι αγορές και θα προσαρμόζονται στις συνθήκες της χώρας, ενώ σημαντική είναι και η βελτίωση των τεχνικών της καλλιέργειας. «Πρέπει να μελετηθούν οι κατάλληλες λιπάνσεις, η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των άλλων εισροών ώστε να βελτιστοποιηθεί η παραγωγή, η ποιότητα και το κόστος» υπογραμμίζει- μεταξύ άλλων- ο καθηγητής.

Ο Έλληνας καθηγητής υπογραμμίζει ακόμη την ιδιαίτερη σημασία της εκμηχάνισης προκειμένου να γίνουν οι ελληνικές καλλιέργειες περισσότερο ανταγωνιστικές, αλλά και την τυποποίηση της παραγωγής και την προώθηση της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων με νέα προϊόντα που ζητούν οι αγορές. «Η μεταποίηση πρέπει να συνδεθεί με τη παραγωγή για πιστοποιημένα προϊόντα που θα μπορούν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα των τρίτων χωρών» τονίζει ο κ. Γέμτος.

Η Θεσσαλία παράγει το 14,2% της χώρας.

Σε άλλο σχετικό του άρθρο ο Δημήτρης Κουρέτας, αναλύει την υπάρχουσα κατάσταση στην Θεσσαλία. Γράφει σχετικά: «Οι ετήσιες καλλιέργειες, που κυριαρχούν στον κάμπο της Θεσσαλίας, είναι πλήρως μηχανοποιημένες σε όλα τα στάδια παραγωγής από τη σπορά ή μεταφύτευση έως και τη συγκομιδή και αφορούν κυρίως βαμβάκι και δημητριακά». Όσον αφορά τη Φυτική Παραγωγή η Περιφέρεια Θεσσαλίας παράγει το 14,2% της αγροτικής παραγωγής της χώρας (η 2η μεγαλύτερη συμμετοχή μετά την Κεντρική Μακεδονία), το 6,5% της μεταποιητικής παραγωγής και το 5,2% των υπηρεσιών. Παράλληλα, όμως, με τον πρωτογενή τομέα έχει αναπτυχθεί και η βιομηχανία τροφίμων με πλήθος τυποποιητικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων.

Στη Θεσσαλία καλλιεργούνται συνολικά 4.109.000 στρέμματα. Το 46% της καλλιεργούμενης έκτασης βρίσκεται στο Ν. Λαρίσης. Οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 81,1% της συνολικής έκτασης και έπονται οι δενδρώδεις καλλιέργειες, οι οποίες καλύπτουν το 11,1% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης.

Μεταξύ των τεσσάρων νομών παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές ως προς την αγροτική δραστηριότητα. Στο Ν. Καρδίτσης το 94,1% των εκτάσεων καλύπτεται από ετήσιες καλλιέργειες. Στον αντίποδα στο Ν. Μαγνησίας οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 53% ενώ το 37,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, αντιστοιχώντας σχεδόν στο 60% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία.

Δεύτερος έρχεται ο Ν. Λαρίσης στον οποίο το 8,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, οι οποίες, ωστόσο, αντιστοιχούν στο 35% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία.

Από τις πολυετείς καλλιέργειες η πιο διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια της μηλιάς, κυρίως στο Πήλιο και την Αγιά, καλύπτοντας περίπου 42.000 στρ. Ακολουθεί η καλλιέργεια αμπελιού με 39 χιλ. στρέμματα. Έπονται η ροδακινιά και αχλαδιά που καλύπτουν περίπου 15.000 στρ. έκαστη. Οι κερασιές καλύπτουν περίπου 5000 στρ. Οι εκτάσεις με βιολογικές καλλιέργειες το 2003 ανέρχονταν σε 61.319,6 στρ. Η πλειοψηφία των εκτάσεων αυτών αφορά βοσκότοπους (47.835 στρ.), ενώ ακολουθούν το σκληρό σιτάρι (5.993 στρ.) και η ελιά (3.132 στρ.).

Οι ετήσιες καλλιέργειες, που κυριαρχούν στον κάμπο της Θεσσαλίας, είναι πλήρως μηχανοποιημένες σε όλα τα στάδια παραγωγής από τη σπορά ή μεταφύτευση έως και τη συγκομιδή και αφορούν, κυρίως, βαμβάκι και δημητριακά. Ωστόσο, δεν γίνεται καλή χρήση του εξοπλισμού με αποτέλεσμα την υπερβολική αναμόχλευση των εδαφών που οδηγεί σε μείωση της οργανικής ουσίας των χωραφιών, την υπερλίπανση και ρύπανση των υδάτων με νιτρικά και την κακή χρήση του διαθέσιμου νερού, κάτι το οποίο ισχύει και για τις άλλες καλλιέργειες. Μεγάλο μέρος των επικλινών εκτάσεων της Θεσσαλίας υπόκειται σε σημαντικές απώλειες εδάφους από διάβρωση, κυρίως, από απορροή νερού. Σημαντικό πρόβλημα ο πεπαλαιωμένος και μεγάλος σε αριθμό και ισχύ μηχανημάτων γεωργικός εξοπλισμός που συμβάλλει στη αύξηση του κόστους παραγωγής. Σημαντικές είναι και οι εκτάσεις με βιομηχανική τομάτα, κυρίως, στο Ν. Λαρίσης. Η ύπαρξη εργοστασίων μεταποίησης της βιομηχανικής τομάτας επέκτεινε τη δυναμική αυτή καλλιέργεια σε μεγάλες περιοχές της Θεσσαλίας και πιθανόν να τη διατηρήσει παρά τα σημερινά προβλήματα στη διάθεση των προϊόντων της διεθνώς, όπως αυτά έχουν ανακύψει, κυρίως, τα τελευταία τρία χρόνια με τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής (όπως Κίνα).

Οι καλλιέργειες καρπουζιού και πεπονιού δεν υποστηρίζονται από μεγάλους εξαγωγικούς φορείς και δύσκολα θα αναπτυχθούν με εξαγωγικό χαρακτήρα και σταθερά θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ενώ οι δυνατότητες είναι καλές. Ιδιαίτερα με την περάτωση της Εγνατίας οδού και την κατασκευή των κάθετων οδικών αξόνων θα υπάρξει εύκολη πρόσβαση σε αγορές της Βόρειας Ευρώπης.

Η καλλιέργεια της μηλιάς γίνεται, κυρίως, σε δύο κέντρα, το Πήλιο και την Αγιά. Το αμπέλι καλλιεργείται, κυρίως, στο νομό Λαρίσης (26 χιλ. στρ.) κυρίως σε περιοχές του Τυρνάβου και σε διάφορα άλλα κέντρα της Θεσσαλίας (Δαμάσι, Ραψάνη, Ελασσόνα). Ροδάκινα παράγονται, επίσης, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Τύρναβος, Φαλάνη, Γιάννουλη, Αμπελώνας) και στο Πήλιο. Σημαντικό ποσοστό είναι τα συμπύρηνα ροδάκινα τα οποία κονσερβοποιούνται από τις τοπικές βιομηχανίες. Αχλάδια παράγονται, κυρίως, επίσης στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Φαλάνης, Γιάννουλης, Αμπελώνα) (κύριο κέντρο παραγωγής αχλαδιών σήμερα για την Ελλάδα) και στα παράλια του Παγασητικού. Η παραγωγή βερίκοκου είναι σχετικά μικρή λόγω της επικινδυνότητας καταστροφής της παραγωγής από παγετούς.

Η Θεσσαλία έχει κυρίαρχη θέση στην Ελλάδα στην παραγωγή αμύγδαλου. H καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και πιθανόν να συνεχίσει να αναπτύσσεται, καθώς υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες, οι οποίες μάλιστα ευρίσκονται σε συνεχή πορεία ανάπτυξης για παραγωγή και εμπορία κονσερβοποιημένης ελιάς και προϊόντων της σε όλο τον κόσμο και επιπρόσθετα πολλοί παραγωγοί εισήλθαν πρόσφατα στη βιολογική παραγωγή ελαιόλαδου, το οποίο και θα διατίθεται πιο εύκολα και σε καλές τιμές στο διεθνές εμπόριο.

Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση, επίσης, παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανά νομό, καθώς η μέση έκταση για τις ετήσιες καλλιέργειες στο Ν. Λαρίσης είναι 74 στρ. έναντι μόλις 35 στρ. για το νομό Τρικάλων (ΕΣΥΕ, 2000).

Τα αγροτικά προϊόντα στη Θεσσαλία παράγονται όχι βάσει της ζήτησης και προσφοράς της αγοράς αλλά βάσει της τοπικής κουλτούρας (γνώση καλλιέργειας συγκεκριμένων ειδών από δεκαετίες έως και αιώνες) και βάσει των επιδοτήσεων που χορηγούνταν τις τελευταίες δεκαετίες. Οι παραγωγοί της Θεσσαλίας είναι σε σημαντικό ποσοστό ηλικιωμένοι, με επίπεδο γνώσης πολύ χαμηλό όσον αφορά τις καινούργιες τεχνολογίες και καινοτομίες αλλά και τις νέες καλλιέργειες και τεχνικές τους.

Η Θεσσαλία διαθέτει, επίσης, σημαντικές περιοχές με ονομαστά προϊόντα υψηλής ποιότητας, συμβατικά ή βιολογικά. Πολλές από τις περιοχές έχουν υψηλή ποιότητα λόγω θέσης και κλίματος (υψόμετρο) αλλά άλλες περιοχές είναι γνωστές από τη δράση ομάδων παραγωγών που επέβαλλαν το όνομα. Υψηλή ποιότητα πατάτας παράγεται σε περιοχές με μέσο ή μεγάλο υψόμετρο, όπως η Μαρμάργιαννη στην περιοχή Αγιάς και η Καλιπεύκη στον Όλυμπο (πρώην λίμνη Νιζηρού με υψόμετρο 1000 μ. περίπου). Πολλές από τις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας παρήγαγαν υψηλής ποιότητας λαχανικά, όπως η Ανατολή Αγιάς (φασολάκια), η Σπηλιά στον Κίσσαβο (επιτραπέζια τομάτα) αλλά «ευφυείς» πολιτικές των Κυβερνήσεων στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80 κατέστρεψαν την παραγωγική βάση με διατιμήσεις των προϊόντων. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν σημαντικές δυνατότητες της Θεσσαλίας να παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας που θα βρουν αγορές στη χώρα ή στο εξωτερικό που παράγουν βότανα βιολογικά ή συμβατικά. Ο Συνεταιρισμός Γυναικών του Λαύκου διαθέτει και χώρο πώλησης των προϊόντων στο Λαύκο.

Σημαντικές προσπάθειες παραγωγής υψηλής ποιότητας κρασιών υπάρχουν σε όλο το Θεσσαλικό χώρο. Οι παραδοσιακές περιοχές παραγωγής κρασοστάφυλων και υψηλής ποιότητας κρασιών, όπως η Ραψάνη (Τσάνταλης ΑΕ), Κρανιάς (Κατσαρός), Μεσηνικόλα (Συνεταιρισμός) έχουν ακολουθηθεί από νέες προσπάθειες σε πολλές περιοχές. Εκτός των Βιολογικών κρασιών του Σαρανταπόρου, πολύ πετυχημένη μονάδα αναπτύχθηκε στ Βούναινα (Βιολογικά κρασιά Καρυπίδη), στην Ελασσόνα (Λόλλας ) κλπ.

Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτυπώνουν το σημαντικό δυναμικό της περιοχής της Θεσσαλίας τόσο σε δυνατότητα παραγωγής υψηλής ποιότητας πρώτων υλών αλλά και, κυρίως, ένα υψηλό ανθρώπινο δυναμικό επιχειρηματιών που μπορούν να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη της μεταποίησης. Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι υπάρχει ένα τμήμα ειδικών μικροκλιμάτων, όπως αυτά που αναφέρθηκαν, που μπορούν να δώσουν υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας προϊόντα που σε μεγάλο ποσοστό θα παραχθούν με συμβατικές μεθόδους και υψηλό κόστος εργασίας. Η Θεσσαλία, όμως, διαθέτει τη μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας με ένα γεωργικό πληθυσμό εθισμένο στις εκμηχανισμένες αρδευόμενες καλλιέργειες. Το δυναμικό αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση ανάπτυξης εκμηχανισμένων καλλιεργειών φρούτων και λαχανικών τόσο για νωπή κατανάλωση ( με ευκολία πρόσβασης σε αγορές μέσω των νέων οδικών αξόνων) όσο και για τη μεταποίηση που μπορεί να έχει χαμηλού κόστους πρώτη ύλη για την ανάπτυξή της. Σήμερα, πολλές καλλιέργειες λαχανικών και δένδρων ή θάμνων έχουν εκμηχανιστεί, τουλάχιστον, για τα προϊόντα προς μεταποίηση. Μια ευρύτερη προσπάθεια εισαγωγής εξοπλισμού για εκμηχάνιση των εκμεταλλεύσεων παραγωγής φρούτων και λαχανικών μπορεί να δώσει σημαντικά αποτελέσματα στην προώθηση της μεταποίησης, της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, στην αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών και τη διατήρησή τους στην ύπαιθρο χώρα. Είναι π.χ. δυνατόν δίπλα στα κρασιά Ραψάνης να πωλούνται κρασιά μέσης ποιότητας και χαμηλού κόστους από φυτείες πλήρως εκμηχανισμένες από αμπέλια ημιορεινών αλλά με ομαλές κλίσεις περιοχών.

Το όραμα για την παραγωγή τροφίμων στη Θεσσαλία είναι αφενός η παραγωγή υψηλής ποιότητας ειδικών προϊόντων γεωργίας και μεταποίησης που θα απευθύνονται σε υψηλού εισοδήματος ή ειδικών διατροφικών απαιτήσεων κοινό που είναι διατεθειμένο να πληρώσει την υψηλή ποιότητα και αφετέρου η μαζική παραγωγή προϊόντων μέσης ποιότητας και χαμηλού κόστους για το ευρύ κοινό. Τα προϊόντα αυτά με ένα πλήρες σύστημα ιχνηλασιμότητας και σήμανση ειδικής ονομασίας προελεύσεως ώστε να είναι αναγνωρίσιμα για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, μπορούν να καλύψουν σημαντικά τμήματα της εγχώρια αγοράς και να δημιουργήσουν προοπτικές εξαγωγών. Αξίζει να σημειωθεί πως η Θεσσαλία έχει μια σειρά από περιοχές συνδεδεμένες με την Ελληνική Μυθολογία (Όλυμπος‐ Θεοί, Τέμπη‐ Μούσες, Φάρσαλα‐ Αχιλλέας, Πήλιο – Κένταυροι) που μπορούν να δώσουν χαρακτηριστικές ονομασίες προέλευσης, εύκολα αναγνωρίσιμες σε διάφορα προϊόντα.

Σήμερα, λειτουργούντα συστήματα παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας είναι ο συνεταιρισμός βιοκαλλιεργητών του Σαρανταπόρου με παραγωγή λαχανικών (μπρόκολο, κουνουπίδι κλπ) αλλά και βιολογικών σταφυλιών για οινοποίηση με τοπικό οινοποιείο μεταποίησης.