Κινητικότητα στην εργασία…

Γράφει ο Γιώργος Αμβροσίου

Στην Ελλάδα των χαμηλών μισθών, αναμενόμενο είναι οι εργαζόμενοι να ψάχνουν συνεχώς καλύτερους όρους εργασίας. Έτσι, εμφανίζεται μια έντονη κινητικότητα στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ευρήματα μελέτης της Randstad, σύμφωνα με την οποία το 15% των εργαζομένων στην Ελλάδα έχει αλλάξει εργοδότη τους τελευταίους έξι μήνες, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από το 2022 (13%), ενώ και το 23% των εργαζομένων που συμμετείχε στην έρευνα, εμφανίστηκε πρόθυμο να το πράξει εντός του 2023.

Μάλιστα το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 27%, στους εργαζομένους ηλικίας 18-34 ετών, με την έρευνα να αποτυπώνει τη διαφορετική προσέγγιση στην εργασία των νεότερων γενιών εργαζομένων.

Πρόκειται για μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στην Ελλάδα, έχουν επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές τους, δεν διστάζουν να αποχωρήσουν από την εργασία τους εάν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες και στις αξίες τους, δεν θέλουν πια μια δουλειά μόνο για τον μισθό, ο οποίος μάλιστα συνήθως είναι σημαντικά χαμηλότερος από το κόστος ζωής και δεν επιθυμούν να ζουν μόνο για να δουλεύουν.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι οι Ελληνες που γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80 –ανήκουν δηλαδή στις γενιές των Millennials και Generation Z–, οι οποίοι δεν διστάζουν να αλλάξουν το εργασιακό τους περιβάλλον, με στόχο μια νέα, καλύτερη θέση εργασίας, σε αντίθεση με τους γονείς τους που είχαν «παντρευτεί» τη δουλειά τους.

Πολλοί εργαζόμενοι μετακινούνται σε κλάδους εργασίας με ευνοϊκότερες οικονομικές αποδοχές ή σε πολλές περιπτώσεις, με εργασιακά περιβάλλοντα που συμβαδίζουν με τις προσωπικές αξίες τους.

Στη μελέτη της Randstad, το 64% των Ελλήνων εργαζομένων θα εξέταζε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τον εργοδότη του λόγω των χαμηλών αποδοχών, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στις μικρότερες ηλικίες βέβαια (18-24 ετών), εκτός από τους μισθούς προστίθενται και άλλα κριτήρια βάσει των οποίων κάποιος θα άλλαζε εργοδότη, με το μισθολογικό να παραμένει ο βασικός παράγοντας για το 53%.

Όπως συνήθως, οι νέοι, έως 34 ετών, αλλάζουν πιο συχνά εργοδότη (21%) ή έχουν την πρόθεση να αλλάξουν (27%). Το φύλο ή το μορφωτικό επίπεδο δεν φαίνεται να παίζουν ρόλο στην απόφαση αλλαγής. Ο φόβος όμως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Είναι ενδεικτικό ότι το 16% των εργαζομένων φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του, ποσοστό ελαφρώς μικρότερο από ό,τι το 2022 (19%).

Ο φόβος αυτός είναι αισθητά υψηλότερος στη Μακεδονία και στη Θράκη (20%) από ό,τι στην Αττική (14%). Περίπου τρεις στους δέκα (31%) από αυτούς που φοβούνται, δηλώνουν πως σκοπεύουν να αλλάξουν εργοδότη, ποσοστό παρόμοιο με πέρυσι. Ο κυριότερος όμως λόγος για να σκεφτεί κάποιος να φύγει από την εργασία του, είναι το πακέτο παροχών και αποδοχών.

Δύο στους τρεις Ελληνες εργαζομένους (64%) θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τον εργοδότη τους λόγω των χαμηλών αποδοχών τους ενόψει της αύξησης του κόστους ζωής. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με άλλες χώρες και η πρόθεση αυτή διαπερνά κάθε ομάδα, εκτός από τους νεότερους (18-24), από τους οποίους λίγο λιγότεροι (53%) σκέφτονται ανάλογα.

Αλλοι παράγοντες που παίζουν επίσης ρόλο εκτός από το να λάβει κάποιος μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί (κάτι που σπάνια συμβαίνει στην πραγματική ζωή) είναι ο φόβος ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, η βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η μείωση του χρόνου μετακίνησης, η έλλειψη ενδιαφέροντος για την εργασία τους ή οι ευκαιρίες εξέλιξης της καριέρας.

Οι παράγοντες αυτοί καταγράφονται από το σύνολο των εργαζομένων, όλων των ηλικιών, με αξιοσημείωτη εντούτοις διαφοροποίηση στην προτεραιότητα της βελτίωσης της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η οποία παραμένει σημαντική μόλις για το 22% των εργαζομένων άνω των 54 ετών.

Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι οι εργοδότες στην Ελλάδα δεν καλύπτουν την ανάγκη για επαγγελματική ανάπτυξη. Μόνο οι μισοί από τους εργαζομένους που επιθυμούν να αναπτυχθούν, έχουν πραγματικά τις ευκαιρίες να το κάνουν.

Σύμφωνα με τη Randstad λοιπόν, εάν οι εργοδότες επιθυμούν να διατηρήσουν το προσωπικό τους, πρέπει να δίνουν ίσες ευκαιρίες τόσο στην επανεκπαίδευση όσο και στην αναβάθμιση δεξιοτήτων, καθώς εκτιμώνται ιδιαίτερα.