Γέμισε ο κόσμος Λαυρέντηδες...

Ο Γιώργος Αμβροσίου καυτηριάζει όσα γράφονται για τους αποθανώντες που ξαφνικά από καθάρματα μεταμορφώνονται στους καλύτερους ανθρώπους του τόπου μας...

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 9 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, ενώ ο παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ και την διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951. Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά την επταετή Χούντα αναπτύσσει έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).

 

Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Θάνος Μικρούτσικος,έχουν μελοποιήσει ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

 

Ο Αναγνωστάκης, εκδίδει το 1970 την ποιητική συλλογή ο Στόχος, που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974). Ανάμεσά τους και το «Επιτύμβιον» που αναφέρει χαρακτηριστικά:

 

Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

 

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,

τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

(Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

 

Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

 

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με πικρή ειρωνεία στηλιτεύει την υποκρισία που διακρίνει πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν να δίνουν προς τα έξω μια εικόνα αξιοπρέπειας και ενδιαφέροντος για το συλλογικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά οπορτουνιστές που αποζητούν μονάχα την προσωπική τους καταξίωση. Άνθρωποι σαν το Λαυρέντη του ποιήματος –η ταυτότητα του οποίου δεν έχει κάποια ουσιαστική σημασία, καθώς ο Λαυρέντης λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός γενικότερου ανθρώπινου τύπου- βρίσκονται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πράξης και αποτελούν φανέρωμα της πτώσης που χαρακτηρίζει πλέον την ελληνική, και όχι μόνο, πολιτεία.

 

Ακόμη και στους κόλπους της αριστερής παράταξης, που γεννήθηκε ως αντίδραση απέναντι στην ηθική και πολιτική σήψη των προηγούμενων γενιών και διεκδίκησε την ανανέωση και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, με ζητούμενο πάντα την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών, υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι που δε δίστασαν να εκμεταλλευτούν τον όποιο σεβασμό απέκτησαν απ’ τους συμπολίτες τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τελικά ίδια συμφέροντα.

 

Άνθρωποι που ενεπλάκησαν στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας ορμώμενοι από μια συγκροτημένη και μαχητική ιδεολογία∙ άνθρωποι που ξεκίνησαν την πορεία τους παλεύοντας για τα υψηλά ιδανικά της αριστεράς, κατέληξαν τελικά να εκμεταλλεύονται με το χειρότερο τρόπο την εμπιστοσύνη των πολιτών.

 

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης και ο πατριώτης, δεν είναι παρά το προσωπείο που θέλει να δει η κοινωνία∙ το μόνο προσωπείο που αποδέχεται η κοινωνία, προκειμένου να αναγνωρίσει και να επιδαψιλεύσει τιμές και προνόμια στους πολίτες της. Κι αυτό ακριβώς παρουσιάζουν και υπερτονίζουν εκείνοι που με τρόπους επιδέξιους εργάζονται κυρίως για το ατομικό τους κέρδος.

Άλλωστε, η ειρωνεία του ποιητή δε στρέφεται μόνο κατά του Λαυρέντη, του υποκριτή και δόλιου Λαυρέντη, αλλά και κατά της κοινωνίας, η οποία μπροστά στην ανάγκη της να τιμήσει και να προβάλει ιδεατά και επιθυμητά πρότυπα συμπεριφοράς, εθελοτυφλεί απέναντι στις -πασιφανείς κάποτε- ενδείξεις πως ο τιμώμενος πολίτης δεν υπήρξε επί της ουσίας παρά ένας ακόμη «κάλπικος παράς», ένα «κάθαρμα».

 

Αλήθεια, πόσοι τέτοιοι δεν πέρασαν από την πόλη αυτή; Πόσα ψεύτικα δάκρυα έχουν χυθεί για δήθεν καλούς ανθρώπους. Συχνά – πυκνά, διαβάζουμε στις εφημερίδες επικήδειους που μόνο γέλιο προκαλούν. Ο κόσμος όμως ξέρει και ουσιαστικά, ένα κείμενο που θα έπρεπε να προκαλεί θλίψη, κάνει τους αναγνώστες να γελάνε με την ψυχή τους.

 

Αντί να στεναχωρηθούν για τον αποθανόντα, γελάνε με την κατάντια του γράφοντα και αναρωτιόνται. Μα πόσο κάθαρμα πρέπει να είναι αυτός που δεν διστάζει να εκθειάσει δημοσίως ένα άλλο κάθαρμα.

 

Αφήστε τι γράφουν στους τάφους οι συγγενείς. Εκεί πλέον δεν μιλάμε για απλό γέλιο, αλλά για το ίδιο το Δελφινάριο...